Οι ξένοι που έρχονταν εκεί την αποκαλούσαν πόλη των πουλιών.
Πόσο αλήθεια ήταν. Το βράδυ, όταν είχε σχεδόν νυχτώσει, πετούσαν σε σμήνη και κάποιες φορές δεν μπορούσες να δεις το φεγγάρι ν΄ ανατέλλει, τόσα πουλιά ήταν πρωτόφαντο. Αλλ΄ όμως ο χειμώνας ήταν δύσκολος, τα πρωινά ήταν τόσο κρύα που δεν μπορούσαμε να σπάσουμε τον πάγο για να πλύνουμε το πρόσωπό μας κι εκείνα τα πρωινά έβλεπες κάτι θλιβερό: ένα στρώμα φτερών εκεί κάτω όπου τα πουλιά είχαν πέσει παγωμένα, πίστεψέ με. Ο πατέρας μου τα σκούπιζε, μερικά τα έφερνε στο σπίτι. Η μαμά, όλοι μας, τα φροντίζαμε ώσπου να είναι και πάλι γερά και να μπορούν να πετάξουν. Έφευγαν ακριβώς τη στιγμή που τα ΄χαμε αγαπήσει περισσότερο Αχ, σαν παιδιά! Καταλαβαίνεις!
Κι ύστερα όταν ο χειμώνας ξαναρχόταν και βλέπαμε τα παγωμένα πουλιά, μέσα μας ξέραμε πάντα ότι υπήρχαν κάποια που ΄χαμε σώσει τον προηγούμενο χειμώνα. Η τελευταία λαμπερή σπίθα στη φωνή της μάνας τρεμόπαιξε, συλλογισμένη, απόμακρη, πήρε μια σιγανή τρεμουλιαστή ανάσα ¨Τη στιγμή που τα ΄χαμε αγαπήσει περισσότερο. Πόσο αλήθεια είναι.¨