Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Έφευγαν τη στιγμή που τα ΄χαμε αγαπήσει περισσότερο

Οι ξένοι που έρχονταν εκεί την αποκαλούσαν πόλη των πουλιών.
Πόσο αλήθεια ήταν. Το βράδυ, όταν είχε σχεδόν νυχτώσει, πετούσαν σε σμήνη και κάποιες φορές δεν μπορούσες να δεις το φεγγάρι ν΄ ανατέλλει, τόσα πουλιά ήταν πρωτόφαντο. Αλλ΄ όμως ο χειμώνας ήταν δύσκολος, τα πρωινά ήταν τόσο κρύα που δεν μπορούσαμε να σπάσουμε τον πάγο για να πλύνουμε το πρόσωπό μας κι εκείνα τα πρωινά έβλεπες κάτι θλιβερό: ένα στρώμα φτερών εκεί κάτω όπου τα πουλιά είχαν πέσει παγωμένα, πίστεψέ με. Ο πατέρας μου τα σκούπιζε, μερικά τα έφερνε στο σπίτι. Η μαμά, όλοι μας, τα φροντίζαμε ώσπου να είναι και πάλι γερά και να μπορούν να πετάξουν. Έφευγαν ακριβώς τη στιγμή που τα ΄χαμε αγαπήσει περισσότερο Αχ, σαν παιδιά! Καταλαβαίνεις!
Κι ύστερα όταν ο χειμώνας ξαναρχόταν και βλέπαμε τα παγωμένα πουλιά, μέσα μας ξέραμε πάντα ότι υπήρχαν κάποια που ΄χαμε σώσει τον προηγούμενο χειμώνα. Η τελευταία λαμπερή σπίθα στη φωνή της μάνας τρεμόπαιξε,  συλλογισμένη, απόμακρη, πήρε μια σιγανή τρεμουλιαστή ανάσα ¨Τη στιγμή που τα ΄χαμε αγαπήσει περισσότερο. Πόσο αλήθεια είναι.¨